- ἠπερόπευμα
- ἠπερόπ-ευμα, ατος, τό,A cozener,
γυναικῶν Critias 1.3
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυναικῶν Critias 1.3
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηπερόπευμα — ἠπερόπευμα, τό (Α) [ηπεροπεύω] το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα … Dictionary of Greek
ἠπερόπευμα — cozener neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)